Η επιμελήτρια του φωτογραφικού αρχείου του Μουσείου Μπενάκη, Γεωργία Ιμσιρίδου, μιλά στην “Π” για την έκθεση στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου
Της Κατερίνας Μυλωνά
Με «όπλο» τη φωτογραφική μηχανή αλλά και την κάμερα, επιχείρησε να διασώσει εικόνες της παράδοσης που σιγά- σιγά χάνονταν… Ταξίδεψε σε μέρη που του κίνησαν το ενδιαφέρον και αποτύπωσε μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια. Από την περιπλάνησή του, δεν έλειψε το Άγιο Όρος, το οποίο επισκέφτηκε πολλές φορές, αλλά ούτε η Κρήτη, όπου του έκαναν εντύπωση τοπικά έθιμα.
Ο Κώστας Μπαλάφας προσέφερε πολλά στην τέχνη της φωτογραφίας αλλά και τη σύγχρονη ιστορία.
Η έκθεση «Φωτογραφικές Μνήμες από τη Σύγχρονη Ελλάδα» από το Φωτογραφικό Αρχείο του Μουσείου Μπενάκη φιλοξενείται στη Βασιλική του Αγίου Μάρκου. Εγκαινιάστηκε την Πέμπτη και θα παραμείνει ανοιχτή ως τις 5 Νοεμβρίου. Η έκθεση έχει παρουσιαστεί στο Μουσείο Μπενάκη, το Άγιο Όρος και μετά το Ηράκλειο θα πάει στη Θεσσαλονίκη.
Την έκθεση διοργανώνουν ο Δήμος Ηρακλείου και το Μουσείο Μπενάκη.
Η επιμελήτρια του Φωτογραφικού Αρχείου του Μουσείου Μπενάκη, κα Γεωργία Ιμσιρίδου, μιλά στην «Π» για την έκθεση αλλά και την αξία της.
Τι μαθαίνουμε για τη σύγχρονη Ελλάδα μέσα από την έκθεση;
«Οι φωτογραφίες της έκθεσης ξεκινάνε από τα τέλη του 1940 και φτάνουν ως το 1990. Κατά τη γνώμη μου, από τη σύγχρονη Ελλάδα καταλαβαίνουμε ότι ακόμα και τη δεκαετία του 1980 στην επαρχία, εκεί που φωτογράφιζε ο Κώστας Μπαλάφας, η ζωή δεν είχε αλλάξει, όπως στις πόλεις, και αυτό ήταν κάτι που ήθελε ο ίδιος να αποτυπώσει πριν χαθεί και εκεί. Νομίζω ότι αυτό είναι το χαρακτηριστικό του, αν κάποιος δει τη φωτογραφία χωρίς τη λεζάντα και τη διαβάσει μετά, το εντυπωσιακό είναι ότι δε θα το σκεφτόταν, αν δεν το έβλεπε».
Το Άγιο Όρος είναι κάτι απόμακρο για πολλούς- ιδίως τις γυναίκες- μας γίνεται πιο οικείο αν δούμε το έργο του Κ. Μπαλάφα;
«Οπωσδήποτε γιατί δείχνει τους καλόγερους στην καθημερινή τους ζωή, το μαγειρείο, το αρτοποιείο, το ψάρεμα, το αμπέλι. Δεν είναι αποκλειστικά εικόνες από λειτουργίες ή τελετές, ή προσευχή, είναι η ζωή τους στο χώρο και για μας που δεν έχουμε τη δυνατότητα να πάμε, μαθαίνουμε πολλά πράγματα. Έχει φωτογραφίσει μέχρι το 2000. Του άρεσε, θεωρούσε κατανυκτική την ατμόσφαιρα και το πώς λειτουργεί η κοινότητα των μοναχών. Την πρώτη φορά που πήγε ήταν την 7ετία που το Άγιο Όρος Παρήκμαζε, είχαν μείνει ελάχιστοι καλόγεροι και οι δικτάτορες είχαν στείλει ανθρώπους να δουν την κατάσταση και να προτείνουν λύσεις να αναβιώσει. Το είδε έρημο και στις τελευταίες του επισκέψεις είχε αλλάξει».
Προτιμά να ωραιοποιεί καταστάσεις ή να δείχνει το «ωμό» πρόσωπο του πόλεμου και της Ελλάδας τα χρόνια που ακολούθησαν;
«Στις φωτογραφίες του ήθελε να αποτυπώνει την καθημερινή ζωή των ανθρώπων που, συνήθως στην επαρχία ήταν σκληρή, έκαναν χιλιόμετρα να βγάλουν ένα μεροκάματο. Δεν ωραιοποιεί τις καταστάσεις, το συναίσθημά του είναι φανερό στις εικόνες του, όπως και μια τρυφερότητα και μια ένταση γιατί και ο ίδιος βίωσε δύσκολες καταστάσεις».